- κλαψ(ι)άρης
- ο , κλαψ(ι)άρα η1) плакса; 2) нытик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κλαψ(ι)άρης — άρα, άρικο [κλάψα] 1. ο επιρρεπής στο να κλαίει («κλαψιάρικο μωρό») 2. παραπονιάρης, μεμψίμοιρος, γκρινιάρης … Dictionary of Greek